δενδριώνας

δενδριώνας
ο
βλ. δενδρώνας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • δενδρώνας — και δενδριώνας, ο (AM δένδρων) τόπος κατάφυτος με δένδρα, άλσος, δάσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δένδρον + (επίθημα) ών δηλωτικό ονομάτων τόπου (πρβλ. αμπελ ών, ανδρ ών). Ο τ. δενδρ ιώνας σχηματίστηκε αναλογικά προς τα καλαμ ιώνας, κυπαρισσ ιώνας)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”